- στενορρύμι
- το см. στενό[ν] 4
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενορρύμι — το / στενορρύμιον, ΝΑ, και στενορύμι Ν [στενορρύμη] στενός δρόμος, στενό σοκάκι, στενοσόκακο … Dictionary of Greek